ἐτησίῳ

ἐτησίῳ
ἐτήσιος
lasting a year
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δημοθοινία — δημοθοινία, η (AM) 1. δημόσια ευτυχία, συμποσιακό γεύμα που παρατίθεται στον λαό 2. γιορτάσιμη μέρα («ἐτησίῳ γεραίρονται δημοθοινίᾳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + θοίνη «συμπόσιο, ευτυχία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”